Χριστούγεννα 2022.
Βγήκα από το μέτρο μόλις ο συρμός σταμάτησε στο σταθμό του Συντάγματος. Μαζί με πλήθος κόσμου, οι περισσότεροι από εμάς εμφανώς ευδιάθετοι λόγω των εορτών. Ο προορισμός μου ήταν το Μεταξουργείο όπου θα συναντούσα μια φίλη. Βρήκα αφορμή λοιπόν να περπατήσω από το Σύνταγμα ως το Μεταξουργείο για να χαζέψω τη στολισμένη Αθήνα.
Τα μαγαζιά όπως κάθε χρόνο λαμποκοπούσαν. Βιτρίνες έντονες και στολισμένες. Αποκτούσαν ξεχωριστή λάμψη την περίοδο των Χριστουγέννων. Καθώς αγόρασα έναν ζεστό καφέ, άρχισα να κατηφορίζω προς το Μεταξουργείο. Στη διαδρομή μου συνάντησα ένα μαγαζί γνωστής αλυσίδας. Ο φωτισμός του με μαγνήτισε από μακριά. Το πλησίαζα ρίχνοντας κλεφτές ματιές και στα τριγύρω μαγαζιά. Μόλις έφτασα μπροστά του, σταμάτησα και με τον καφέ μου να με ζεσταίνει κοίταξα τα βιβλία που διαφήμιζαν στη μια του βιτρίνα.
Μια φωνή δίπλα μου, έσπασε την γιορτινή ηρεμία. «Συγγνώμη κύριε, μπορείτε να με βοηθήσετε; Κρυώνω και πεινάω.»
Γύρισα το κεφάλι μου και αντίκρυσα έναν άστεγο στην άκρη του μαγαζιού που μέχρι τώρα χάζευα αμέριμνος. Εκείνος κουκουλωμένος με μια κουβέρτα να ζητάει την βοήθεια μου. Αστραπιαία αναρωτήθηκα πως γίνεται και δεν πρόσεξα τον κύριο εξαρχής; Γιατί μια μεγαλοπρεπής βιτρίνα μου τράβηξε το βλέμμα αντί για τον ταλαιπωρημένο κύριο δίπλα της; Πριν κάνω κάποια κίνηση προσπάθησα να αφουγκραστώ το περιβάλλον και τον κόσμο που πηγαινοερχόταν δίπλα μας. Τα βλέμματα τους τον διαπερνούσαν αδιάφορα σαν να έβλεπαν κάτι φυσιολογικό. Μια κυρία παραδίπλα, με το χαριτωμένο σκυλάκι της αγκαλιά, μιλούσε στο τηλέφωνο κανονίζοντας το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν γυρνώντας την γούνινη πλάτη της προς τον άστεγο. Ένα ζευγάρι νεαρών έβγαζε φωτογραφία με το κινητό τους τηλέφωνο με φόντο τη στολισμένη Αθήνα. Η είσοδος του καταστήματος είχε φρακάρει από τους πελάτες που έβγαιναν φορτωμένοι με σακούλες και ψώνια. Μουσική από τα μεγάφωνα του δήμου, έντυνε την πόλη χαρούμενα.
Ενώ εγώ ένιωθα χαμένος μέσα στις τόσες αντιθέσεις που βίωνα. Τότε λοιπόν ένα νιαούρισμα με επανέφερε και κοίταξα πάλι κάτω. Μια, αδέσποτη φαντάζομαι, γάτα είχε κουρνιάσει στην κουβέρτα του κυρίου και τσιμπολογούσε λίγο κουλούρι από τη χούφτα του.
Συνέχισα μετά από λίγη ώρα τη βόλτα μου προς το Μεταξουργείο με ένα χαρτονόμισμα λιγότερο στο πορτοφόλι μου και γεμάτος ενοχές προβληματίστηκα.
Γιατί γινόμαστε τυφλοί σε αυτούς που μας χαλάνε την αισθητική;
Γιατί επιλέγουμε να γυρίσουμε την πλάτη σε κάποιον που έχει ανάγκη;
Γιατί να μην έχουμε όλοι δικαίωμα να ζούμε γιορτινά;
Παναγιώτης Κολοβός
Δημοσιεύτηκε στο 1ο Φύλλο της Εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟΨΗ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ
0 Σχόλια